αναπάντεχο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- αναπάντεχο < (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο γένος του επιθέτου αναπάντεχος (→ δείτε παρακάτω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναπάντεχο ουδέτερο
- (έναρθρο, με το) αυτό που συμβαίνει χωρίς να μπορεί κανείς να το προβλέψει ή να το φανταστεί. Το απρόβλεπτο, το απρόοπτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπάντεχο
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- αναπάντεχο : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααναπάντεχο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναπάντεχος