Ετυμολογία 1

επεξεργασία
αναπάντεχο < (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο γένος του επιθέτου αναπάντεχος (→ δείτε  παρακάτω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπάντεχο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
αναπάντεχο : κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αναπάντεχο