απρόοπτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπρόοπτο ουδέτερο (πληθυντικός απρόοπτα)
- (ουσιαστικοποιημένο επίθετο) αυτό που δεν μπορείς να προβλέψεις, το απρόσμενο, το αναπάντεχο, συνήθως για εμπόδιο
- Δεν μπορείς να τα υπολογίσεις όλα. Μπορεί να συναντήσεις πολλά απρόοπτα.
- Θα συναντηθούμε, εκτός απροόπτου.
Εκφράσεις
επεξεργασία- εξ απροόπτου (απρόοπτα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απρόοπτο