Ετυμολογία

επεξεργασία
unforeseen < un- + forseen

unforeseen (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απρόβλεπτος, απρόοπτος, που δεν έχει προβλεφθεί, που δεν τον περιμέναμε
      There is a provision for a special fund for unforeseen expenses.
    Υπάρχει πρόβλεψη ενός ειδικού κονδυλίου για απρόβλεπτα έξοδα.
      unforeseen developments - απρόοπτες εξελίξεις
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unexpected