Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

unforeseen < un- + foreseen

  Επίθετο επεξεργασία

unforeseen (en)

  1. που δεν έχει προβλεφθεί
  2. απρόοπτος, που δεν τον περιμέναμε