απρόοπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απρόοπτος < αρχαία ελληνική ἀπρόοπτος
Επίθετο
επεξεργασία
απρόοπτος, -η, -ο
- που δεν είχε προβλεφθεί
- άργησα, γιατί μου έτυχε μια απρόοπτη υποχρέωση
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απρόοπτος