Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπρόοπτος < ἀ- στερητικό + πρό + οπ- (από τον μέλλοντα ὄψομαι του ὁράω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀπρόοπτος -ος -ον

  1. απρόοπτος
  2. που δεν προβλέπει, δεν γνωρίζει ότι κάτι θα συμβεί

Συγγενικά επεξεργασία