Ετυμολογία

επεξεργασία

περιμένω, πρτ.: περίμενα (χωρίς παθητική φωνή, ελλειπτικό ρήμα)

  1. μένω στο ίδιο σημείο μέχρι να έρθει κάποιος ή κάτι
      Περιμένω τους φίλους μου.
      Περιμένω το λεωφορείο.
  2. αναμένω να συμβεί κάτι, κάνω υπομονή
      Περιμένω να τελειώσει η ταινία.
      Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους (1904), στίχ. 1-2
    Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
    Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα
  3. έχω ελπίδες για κάτι, προσδοκώ, ελπίζω
      Περίμενα ότι η εκπομπή θα είχε μεγαλύτερα νούμερα.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα