Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιμενάκιας οι περιμενάκηδες
      γενική του περιμενάκια των περιμενάκηδων
    αιτιατική τον περιμενάκια τους περιμενάκηδες
     κλητική περιμενάκια περιμενάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιμενάκιας < περιμένω + -άκιας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιμενάκιας αρσενικό

  • (νεολογισμός) (προφορικό) ο άνθρωπος που -συνήθως έναντι κάποιου μικρού τιμήματος- περιμένει αντί για σένα σε μια ουρά
    Έτσι δημιουργήθηκε το επάγγελμα του «περιμενάκια»! Πρόκειται για τύπους που στέκονται στην ουρά σε διάφορες υπηρεσίες (έναντι ενός μικρού ποσού), τους δίνεις το χαρτάκι και περιμένουν… εκείνοι αντί για σένα στην ουρά! Μάλιστα όταν πλησιάζει η σειρά σου… σε καλούν στο τηλέφωνο και σε ενημερώνουν για να σπεύσεις στην υπηρεσία! Άλλοι πάλι χρησιμοποιούν άλλο κόλπο! Εκμεταλλεύονται το γεγονός της κούρασης αλλά και της αγανάκτησης του κόσμου και χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από ανθρώπους της υπηρεσίας πωλούν τα χαρτάκια προτεραιότητας που εκ των προτέρων έχουν εξασφαλίσει. Στέκονται από το πρωί σε ουρές, κόβουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τα «πωλούν» σε όσους βλέπουν ότι δεν έχουν υπομονή! (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία