Δείτε επίσης: ἐλπίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελπίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐλπίζω < ἐλπίς (ελπίδα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /elˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελ‐πί‐ζω

ελπίζω, πρτ.: ήλπιζα/έλπιζα, αόρ.: ήλπισα/έλπισα [1] (χωρίς ενεργητική φωνή)

Συγγενικά=

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ελπίδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).