Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hope hopes

hope (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ελπίδα, η προσδοκία ότι κάτι καλύτερο θα συμβεί
    ⮡  Don’t get his hopes up.
    Μην του δίνεις και πολλές ελπίδες.
    ⮡  I’ll go in the hope of finding him at home.
    Θα πάω με την ελπίδα να τον βρω σπίτι.
    ⮡  There is not much hope that he’ll succeed.
    Δεν υπάρχουν μεγάλες ελπίδες ότι θα πετύχει.
    ⮡  Don’t rest your hopes on his promises.
    Μη στηρίζεις πολλές ελπίδες στις υποσχέσεις του.
    ⮡  I had given up hope of him coming.
    Είχα πάψει να ελπίζω ότι θα έρθει.
    ⮡  That gives me hope that…
    Αυτό με κάνει να ελπίζω ότι…
  2. η ελπίδα, πρόσωπο που ενσαρκώνει την προσδοκία για κάτι θετικό
    ⮡  You are my last hope./That loan is my last hope.
    Εσύ είσαι η τελευταία μου ελπίδα./Αυτό το δάνειο είναι η τελευταία μου ελπίδα.
ενεστώτας hope
γ΄ ενικό ενεστώτα hopes
αόριστος hoped
παθητική μετοχή hoped
ενεργητική μετοχή hoping

hope (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ελπίζω, μακάρι
    ⮡  I hope to see him.
    Ελπίζω να τον ιδώ.
    ⮡  -“Is he coming?” -“I hope so.”
    -«Θα έρθει;» -«Το ελπίζω
    ⮡  I am hoping for better results next time.
    Ελπίζω σε καλύτερα αποτελέσματα την άλλη φορά.
    ⮡  We never hoped for such a huge success.
    Ποτέ δεν ελπίζαμε τέτοια επιτυχία.
    ⮡  I hope I remember it soon.
    Μακάρι να το θυμηθώ σύντομα.

Εκφράσεις

επεξεργασία