ελπίδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελπίδα | οι | ελπίδες |
γενική | της | ελπίδας | των | ελπίδων |
αιτιατική | την | ελπίδα | τις | ελπίδες |
κλητική | ελπίδα | ελπίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελπίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐλπίδα < αρχαία ελληνική ἐλπίς από την αιτιατική «τὴν ἐλπίδα»[1] < → δείτε ἔλπω (κάνω κάποιον να ελπίζει)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /elˈpi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐πί‐δα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ελπίδα θηλυκό
- η προσδοκία ότι κάτι καλύτερο θα συμβεί
- ※ μόνη εκεί η Ελπίδα έμεινε μέσα, στο πιθάρι που δεν έσπασε, στα χείλη του, κι έξω δεν πέταξε, γιατί με τη θέληση του Δία ξαναμπήκε το πώμα (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 95, για την Πανδώρα, μετάφραση)
- ※ -Χορός: Και τι φάρμακο βρήκες (για το φόβο του θανάτου);
- -Προμηθέας: "Τους έδωσα τυφλές ελπίδες" (Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης )
- ※ Μη φοβηθείς αυτόν, που στήριξε στην Πίστη επάνω την ελπίδα.
Τον είδα στη ζωή να μάχεται, μα πάντα ανίκητο τον είδα. (Ιωάννης Πολέμης)
- ή έννοια/κατάσταση ή το πολύτιμο πρόσωπο που ενσαρκώνει την προσδοκία για κάτι θετικό
- ↪ Το λαχείο είναι η τελευταία μου ελπίδα.
- ↪ Ο νέος προπονητής είναι η τελευταία τους ελπίδα για αξιοπρεπή παρουσία φέτος.
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- φρούδες ελπίδες (οι μάταιες)
- η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία (για κάποιον που ελπίζει μέχρι τέλους, παρά τις δυσοόωνες προοπτικές)
- πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα
- ομάδα ελπίδων (η ομάδα με εφήβους ή νεαρούς αθλητές)
- παρ' ελπίδα
→ και δείτε τη λέξη ελπίς
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
ελπι-
ελπι-
- ανέλπιδα (επίρρημα)
- ανέλπιδος
- ανελπιδοσύνη
- ανελπισιά
- ανέλπιστα, ανελπίστως (επίρρημα)
- ανέλπιστος
- απέλπιδα (επίρρημα)
- απελπίζω, απελπίζομαι / απελπιέμαι
- άπελπις, απέλπιδος, απέλπιστος
- απελπισία
- απελπισιά
- απελπισιάρης
- απελπισιάρικος
- απελιπισμένα (επίρρημα)
- απελπισμένος
- απελιπιστικά, απελπιστικώς (επίρρημα)
- απελπιστικός
- δύσελπις
- ελπιδιακός
- ελπιδοπνίχτης
- ελπιδοφόρα (επίρρημα)
- ελπιδοφόρος
- ελπιδοφορτωμένος
- ελπιδοφτερουγίζω
- ελπίζω
- έλπιση
- ελπιστικός
- επελπίζω
- εύελπις
- ευελπιστώ
- καλοελπιστής
- μισοαπελπίζω
- μισοαπελπισμένος
- τρισαπελπισμένος
- φέρελπις
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ελπίδα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ελπίδα
Επεξεργασία
- ↑ ελπίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.