Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔλπω < θέμα ϝελ- και ϝελπ- συγγενές με το ελδ- του ἔλδομαι (επιθυμώ) και ίσως κατά μία άποψη συγγενές με το λατινικό επίρρημα volup (με ευχαρίστηση)

  Ρήμα επεξεργασία

ἔλπω

  1. κάνω κάποιον να ελπίζει, εμβάλλω ελπίδες
    • ...πάντας μέν ῥ᾽ ἔλπει καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἀγγελίας προϊεῖσα, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ. : σε όλους δίνει ελπίδες και υποσχέσεις στον καθένα χωριστά στέλνοντας τους μηνύματα, ενώ στο μυαλό της έχει άλλα πράγματα (Όμηρος, Οδύσσεια Ραψωδία Β, 84)
  2. ανησυχώ, φοβούμαι
    • ἐλπόμενός τί οἱ κακὸν εἶναι ἐσπίπτει δρόμῳ ἐς τὰ οἰκία. : φοβούμενος ότι τον είχε βρει κάτι κακό έτρεξε στο σπίτι του (Ηρόδοτος Καλλιόπη 113)
  3. προσδοκώ, θεωρώ κατά πάσα πιθανότητα, πιστεύω
    • διεξιόντα δ᾽ ἄν μιν διὰ πάσης Εὐρώπης ἔλπομαι ποιέειν ἂν τὸν Ἴστρον τά περ νῦν ἐργάζεται τὸν Νεῖλον. : και νομίζω στο πέρασμά του πάνω από όλη την Ευρώπη θα είχε την ίδια επίδραση στον Ίστρο που τώρα έχει στο Νείλο (Ηρόδοτος, Ευτέρπη 26)


Ρηματικοί τύποι επεξεργασία

  • ἔλπω, ἔλπεον, ἔολπα, ἐώλπειν
  • ἔλπομαι και ἐέλπομαι, ἠλπόμην

Συγγενικά επεξεργασία