↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσοίωνος η δυσοίωνη το δυσοίωνο
      γενική του δυσοίωνου της δυσοίωνης του δυσοίωνου
    αιτιατική τον δυσοίωνο τη δυσοίωνη το δυσοίωνο
     κλητική δυσοίωνε δυσοίωνη δυσοίωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσοίωνοι οι δυσοίωνες τα δυσοίωνα
      γενική των δυσοίωνων των δυσοίωνων των δυσοίωνων
    αιτιατική τους δυσοίωνους τις δυσοίωνες τα δυσοίωνα
     κλητική δυσοίωνοι δυσοίωνες δυσοίωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσοίωνος < δυσ- + οιων(ός) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈsi.o.nos/

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσοίωνος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

και

  Μεταφράσεις

επεξεργασία