καταστροφολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταστροφολογικός < καταστροφολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίακαταστροφολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την καταστροφολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταστροφολογικός
|
καταστροφολογικός, -ή, -ό
|