↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταστροφολογικός η καταστροφολογική το καταστροφολογικό
      γενική του καταστροφολογικού της καταστροφολογικής του καταστροφολογικού
    αιτιατική τον καταστροφολογικό την καταστροφολογική το καταστροφολογικό
     κλητική καταστροφολογικέ καταστροφολογική καταστροφολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταστροφολογικοί οι καταστροφολογικές τα καταστροφολογικά
      γενική των καταστροφολογικών των καταστροφολογικών των καταστροφολογικών
    αιτιατική τους καταστροφολογικούς τις καταστροφολογικές τα καταστροφολογικά
     κλητική καταστροφολογικοί καταστροφολογικές καταστροφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταστροφολογικός < καταστροφολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

καταστροφολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία