↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζοφερός η ζοφερή το ζοφερό
      γενική του ζοφερού της ζοφερής του ζοφερού
    αιτιατική τον ζοφερό τη ζοφερή το ζοφερό
     κλητική ζοφερέ ζοφερή ζοφερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζοφεροί οι ζοφερές τα ζοφερά
      γενική των ζοφερών των ζοφερών των ζοφερών
    αιτιατική τους ζοφερούς τις ζοφερές τα ζοφερά
     κλητική ζοφεροί ζοφερές ζοφερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζοφερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζοφερός < ζόφ{ος) + -ερός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zo.feˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζο‐φε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

ζοφερός, -ή, -ό

  1. που δεν έχει καθόλου φως, που είναι τόσο σκοτεινός ώστε να προκαλεί φόβο
     συνώνυμα: ερεβώδης, θεοσκότεινος
     αντώνυμα: λαμπρός, φωτεινός
    ζοφερή νύχτα
  2. (μεταφορικά) που προκαλεί ανασφάλεια, απαισιοδοξία, φόβο
     συνώνυμα: δυσοίωνος
     αντώνυμα: αισιόδοξος, ελπιδοφόρος
    ζοφερό μέλλον

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ζόφος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ζοφερός ζοφερᾱ́ τὸ ζοφερόν
      γενική τοῦ ζοφεροῦ τῆς ζοφερᾶς τοῦ ζοφεροῦ
      δοτική τῷ ζοφερ τῇ ζοφερ τῷ ζοφερ
    αιτιατική τὸν ζοφερόν τὴν ζοφερᾱ́ν τὸ ζοφερόν
     κλητική ! ζοφερέ ζοφερᾱ́ ζοφερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ζοφεροί αἱ ζοφεραί τὰ ζοφερᾰ́
      γενική τῶν ζοφερῶν τῶν ζοφερῶν τῶν ζοφερῶν
      δοτική τοῖς ζοφεροῖς ταῖς ζοφεραῖς τοῖς ζοφεροῖς
    αιτιατική τοὺς ζοφερούς τὰς ζοφερᾱ́ς τὰ ζοφερᾰ́
     κλητική ! ζοφεροί ζοφεραί ζοφερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζοφερώ τὼ ζοφερᾱ́ τὼ ζοφερώ
      γεν-δοτ τοῖν ζοφεροῖν τοῖν ζοφεραῖν τοῖν ζοφεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζοφερός < ζόφ{ος) + -ερός

  Επίθετο

επεξεργασία

ζοφερός, -ά, -όν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία