λαμπρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λαμπρός | η | λαμπρή | το | λαμπρό |
γενική | του | λαμπρού | της | λαμπρής | του | λαμπρού |
αιτιατική | τον | λαμπρό | τη | λαμπρή | το | λαμπρό |
κλητική | λαμπρέ | λαμπρή | λαμπρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λαμπροί | οι | λαμπρές | τα | λαμπρά |
γενική | των | λαμπρών | των | λαμπρών | των | λαμπρών |
αιτιατική | τους | λαμπρούς | τις | λαμπρές | τα | λαμπρά |
κλητική | λαμπροί | λαμπρές | λαμπρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαμπρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαμπρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lamˈbɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπρός
- τονικό παρώνυμο: Λάμπρος
Επίθετο
επεξεργασίαλαμπρός, -ή, -ό
- που λάμπει, που ακτινοβολεί
- γεμάτος φως, φωτεινός
- (μεταφορικά) εξαιρετικός, πολύ καλός
- ↪ λαμπρός επιστήμονας
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαθέμα λαμπρ-
και ενδεικτικά:
- αντίλαμπρα (επίρρημα)
- εκλαμπρότητα
- κατάλαμπρος
- λαμπρά (επίρρημα)
- λαμπράδα
- λαμπραίνω
- λαμπριάτικος
- λαμπρυντικό
- λαμπρύνω, λαμπρύνομαι
- λαμπρότητα
- Λαμπρή & συγγενικά
- Λάμπρος
- ολόλαμπρος
- πάλλαμπρος
- περίλαμπρα (επίρρημα)
- περίλαμπρος
- υπέρλαμπρα (επίρρημα)
- υπέρλαμπρος
→ δείτε και τη λέξη λάμπω και θέματα όπως στο λάμψη, λαμπερός
- Όροι που λήγουν σε -λαμπρος, Όροι που αρχίζουν με λαμπρο-, Όροι με λαμπρ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαμπρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λαμπρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπρός < λάμπ(ω) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂p- (λάμπω)) + -ρός
Παράγωγα
επεξεργασίαθέμα λαμπρ-
- Λάμπρος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
→ και δείτε τη λέξη λάμπω
Πηγές
επεξεργασία- λαμπρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαμπρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.