Δείτε επίσης: Λάμπρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαμπρός η λαμπρή το λαμπρό
      γενική του λαμπρού της λαμπρής του λαμπρού
    αιτιατική τον λαμπρό τη λαμπρή το λαμπρό
     κλητική λαμπρέ λαμπρή λαμπρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαμπροί οι λαμπρές τα λαμπρά
      γενική των λαμπρών των λαμπρών των λαμπρών
    αιτιατική τους λαμπρούς τις λαμπρές τα λαμπρά
     κλητική λαμπροί λαμπρές λαμπρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαμπρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lamˈbɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπρός
τονικό παρώνυμο: Λάμπρος

  Επίθετο

επεξεργασία

λαμπρός, -ή, -ό

  1. που λάμπει, που ακτινοβολεί
  2. γεμάτος φως, φωτεινός
  3. (μεταφορικά) εξαιρετικός, πολύ καλός
    λαμπρός επιστήμονας

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα λαμπρ-

και ενδεικτικά:

→ δείτε και τη λέξη λάμπω και θέματα όπως στο λάμψη, λαμπερός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λαμπρός λαμπρᾱ́ τὸ λαμπρόν
      γενική τοῦ λαμπροῦ τῆς λαμπρᾶς τοῦ λαμπροῦ
      δοτική τῷ λαμπρ τῇ λαμπρ τῷ λαμπρ
    αιτιατική τὸν λαμπρόν τὴν λαμπρᾱ́ν τὸ λαμπρόν
     κλητική ! λαμπρέ λαμπρᾱ́ λαμπρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λαμπροί αἱ λαμπραί τὰ λαμπρᾰ́
      γενική τῶν λαμπρῶν τῶν λαμπρῶν τῶν λαμπρῶν
      δοτική τοῖς λαμπροῖς ταῖς λαμπραῖς τοῖς λαμπροῖς
    αιτιατική τοὺς λαμπρούς τὰς λαμπρᾱ́ς τὰ λαμπρᾰ́
     κλητική ! λαμπροί λαμπραί λαμπρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαμπρώ τὼ λαμπρᾱ́ τὼ λαμπρώ
      γεν-δοτ τοῖν λαμπροῖν τοῖν λαμπραῖν τοῖν λαμπροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπρός < λάμπ(ω) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂p- (λάμπω)) + -ρός

ζητούμενο λήμμα


Παράγωγα

επεξεργασία

θέμα λαμπρ-

→ και δείτε τη λέξη λάμπω