λάμψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάμψη | οι | λάμψεις |
γενική | της | λάμψης* | των | λάμψεων |
αιτιατική | τη | λάμψη | τις | λάμψεις |
κλητική | λάμψη | λάμψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λάμψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λάμψη < (ελληνιστική κοινή) λάμψις < αρχαία ελληνική λάμπω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λάμψη θηλυκό
- το έντονο φως από φωτεινή πηγή ή από αντανάκλαση
- η λάμψη του ήλιου
- (μεταφορικά) η εντύπωση που προκαλεί κάποιος που είναι υγιής και ευτυχισμένος
- η λάμψη στο πρόσωπό της
- (μεταφορικά) η ακτινοβολία, το να μεταδίδει κάποιος το φως του πολιτισμού και της γνώσης
- η λάμψη του αρχαίου ελληνικού πνεύματος
- (μεταφορικά) η λαμπρότητα
- η λάμψη του εορτασμού