Ετυμολογία

επεξεργασία
éclat < esclat < éclater

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kla/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
éclat éclats

éclat (fr) αρσενικό

  1. το κομμάτι σπασμένου αντικειμένου, το θραύσμα
  2. η βροντή
  3. (μεταφορικά) ο θόρυβος
  4. η λάμψη
  5. (μεταφορικά) η λαμπρότητα
  6. η αίγλη
  7. o θάμβος

Συγγενικά

επεξεργασία