éclaté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éclaté < éclater
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éclaté | éclatés |
éclaté (fr) αρσενικό
- γραφική απεικόνιση ενός αντικειμένου που δείχνει ξεχωριστά τα διάφορα εξαρτήματά του