éclateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- éclateur < éclater
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éclateur | éclateurs |
éclateur (fr) αρσενικό
- μηχανισμός που προκαλεί σπινθήρες
ενικός | πληθυντικός |
éclateur | éclateurs |
éclateur (fr) αρσενικό