Ετυμολογία

επεξεργασία
éclatement < éclater

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kla.tmɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
éclatement éclatements

éclatement (fr) αρσενικό

  1. το σκάσιμο
     συνώνυμα: crevaison, explosion
  2. το σπάσιμο
     συνώνυμα: rupture
  3. (μεταφορικά) η διάσπαση μιας ομάδας ανθρώπων σε πολλά μικρά μέρη
     συνώνυμα: scission

Συγγενικά

επεξεργασία