σκάσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκάσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκάω
- το σκάσιμο της βόμβας έγινε σε στιγμή που δεν το περίμενε κανείς
- όλα ξεκίνησαν με το σκάσιμο ενός αθώου φιλιού στο μάγουλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκάσιμο