Ετυμολογία

επεξεργασία
σκάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκάζω < αρχαία ελληνική σχάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈska/ & /o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκά‐ω

σκάω, πρτ.: έσκαγα, απαρ.: σκάσει, αόρ.: έσκασα, μτχ.π.π.: σκασμένος (χωρίς παθητική φωνή) & σκάζω

  1. (αμετάβατο) εκρήγνυμαι
    ⮡  Η βόμβα έσκασε στα χέρια του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεφουσκώνω βίαια
    ⮡  Μου έσκασε το μπροστινό λάστιχο και παραλίγο να σκοτωθώ.
    ⮡  Στο τέλος της γιορτής τα παιδιά σκάσανε όλα τα μπαλόνια.
  3. (αμετάβατο) πέφτω επάνω, πετάγομαι απότομα καταπάνω, ορμάω και χτυπιέμαι πάνω σε κάτι ή
    ⮡  Το κύμα σκάει στο βράχο.
    ⮡  τα μπουμπούκια σκάσανε'
  4. (μεταβατικό) κάνω γρήγορη κίνηση
    ⮡  σκάω ένα χαστούκι, ένα φιλί, ένα χαμόγελο
  5. (αμετάβατο, μεταφορικά) ανακοινώνομαι ξαφνικά και προξενώ αίσθηση
    ⮡  Έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
  6. (αμετάβατο, μεταφορικά) ζεσταίνομαι πάρα πολύ
    ⮡  Πάω να κάνω μια βουτιά γιατί έσκασα.
  7. (αμετάβατο, μεταφορικά) είμαι πολύ θυμωμένος ή στενοχωρημένος
    ⮡  σκάω από τη στενοχώρια
  8. (μεταβατικό) στενοχωρώ ή ενοχλώ πολύ κάποιον
    ⮡  Τον έσκασες τον άνθρωπο με τις χαζομάρες σου.
     συνώνυμα: πρήζω
  9. (αμετάβατο, μεταφορικά) νιώθω μεγάλη δυσφορία επειδή έφαγα υπερβολικά πολύ
    ⮡  έσκασα από το πολύ φαΐ
  10. (αγενές) σωπαίνω, το βουλώνω, βγάζω το σκασμό
    ⮡  Σκάσε πια, μας έπρηξες με τη φλυαρία σου.
  11. (μεταβατικό, αργκό) καταβάλλω χρηματικό ποσό
    ⮡  Έσκασα δυο κατοστάρικα για να πάρω αυτό το μηχάνημα.
  12. (αργκό) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, εισέρχομαι
    ⮡  Για δες, ποιος έσκασε μύτη στο χώρο!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σκα- σκαζ- 

Εκφράσεις

επεξεργασία

Το σκάζοντας από το σκάζω.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία