σκάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκάζω < αρχαία ελληνική σχάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈska/ & /o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίασκάω, πρτ.: έσκαγα, απαρ.: σκάσει, αόρ.: έσκασα, μτχ.π.π.: σκασμένος (χωρίς παθητική φωνή) & σκάζω
- (αμετάβατο) εκρήγνυμαι
- ⮡ Η βόμβα έσκασε στα χέρια του.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεφουσκώνω βίαια
- ⮡ Μου έσκασε το μπροστινό λάστιχο και παραλίγο να σκοτωθώ.
- ⮡ Στο τέλος της γιορτής τα παιδιά σκάσανε όλα τα μπαλόνια.
- (αμετάβατο) πέφτω επάνω, πετάγομαι απότομα καταπάνω, ορμάω και χτυπιέμαι πάνω σε κάτι ή
- ⮡ Το κύμα σκάει στο βράχο.
- ⮡ τα μπουμπούκια σκάσανε'
- (μεταβατικό) κάνω γρήγορη κίνηση
- ⮡ σκάω ένα χαστούκι, ένα φιλί, ένα χαμόγελο
- (αμετάβατο, μεταφορικά) ανακοινώνομαι ξαφνικά και προξενώ αίσθηση
- ⮡ Έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
- (αμετάβατο, μεταφορικά) ζεσταίνομαι πάρα πολύ
- ⮡ Πάω να κάνω μια βουτιά γιατί έσκασα.
- (αμετάβατο, μεταφορικά) είμαι πολύ θυμωμένος ή στενοχωρημένος
- ⮡ σκάω από τη στενοχώρια
- (μεταβατικό) στενοχωρώ ή ενοχλώ πολύ κάποιον
- (αμετάβατο, μεταφορικά) νιώθω μεγάλη δυσφορία επειδή έφαγα υπερβολικά πολύ
- ⮡ έσκασα από το πολύ φαΐ
- (αγενές) σωπαίνω, το βουλώνω, βγάζω το σκασμό
- ⮡ Σκάσε πια, μας έπρηξες με τη φλυαρία σου.
- (μεταβατικό, αργκό) καταβάλλω χρηματικό ποσό
- ⮡ Έσκασα δυο κατοστάρικα για να πάρω αυτό το μηχάνημα.
- (αργκό) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, εισέρχομαι
- ⮡ Για δες, ποιος έσκασε μύτη στο χώρο!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σκα- σκαζ-
σκα- σκαζ-
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκάω | έσκαγα | θα σκάω | να σκάω | σκάζοντας | |
β' ενικ. | σκας | έσκαγες | θα σκας | να σκας | σκάε | |
γ' ενικ. | σκάει | έσκαγε | θα σκάει | να σκάει | ||
α' πληθ. | σκάμε | σκάγαμε | θα σκάμε | να σκάμε | ||
β' πληθ. | σκάτε | σκάγατε | θα σκάτε | να σκάτε | σκάτε | |
γ' πληθ. | σκάνε | έσκαγαν σκάγανε |
θα σκάνε | να σκάνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσκασα | θα σκάσω | να σκάσω | σκάσει | ||
β' ενικ. | έσκασες | θα σκάσεις | να σκάσεις | σκάσε | ||
γ' ενικ. | έσκασε | θα σκάσει | να σκάσει | |||
α' πληθ. | σκάσαμε | θα σκάσουμε | να σκάσουμε | |||
β' πληθ. | σκάσατε | θα σκάσετε | να σκάσετε | σκάστε | ||
γ' πληθ. | έσκασαν σκάσαν(ε) |
θα σκάσουν(ε) | να σκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκάσει | είχα σκάσει | θα έχω σκάσει | να έχω σκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκάσει | είχες σκάσει | θα έχεις σκάσει | να έχεις σκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκάσει | είχε σκάσει | θα έχει σκάσει | να έχει σκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκάσει | είχαμε σκάσει | θα έχουμε σκάσει | να έχουμε σκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκάσει | είχατε σκάσει | θα έχετε σκάσει | να έχετε σκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκάσει | είχαν σκάσει | θα έχουν σκάσει | να έχουν σκάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακοινώνομαι ξαφνικά και προξενώ αίσθηση
Πηγές
επεξεργασία- σκάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκάω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)