Ετυμολογία

επεξεργασία

σκάω, πρτ.: έσκαγα, απαρ.: σκάσει, αόρ.: έσκασα, μτχ.π.π.: σκασμένος (χωρίς παθητική φωνή) & σκάζω

  1. (αμετάβατο) εκρήγνυμαι
    παράδειγμα  Η βόμβα έσκασε στα χέρια του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεφουσκώνω βίαια
    παράδειγμα  Μου έσκασε το μπροστινό λάστιχο και παραλίγο να σκοτωθώ.
    παράδειγμα  Στο τέλος της γιορτής τα παιδιά σκάσανε όλα τα μπαλόνια.
  3. (αμετάβατο) πέφτω επάνω, πετάγομαι απότομα καταπάνω, ορμάω και χτυπιέμαι πάνω σε κάτι ή
    παράδειγμα  Το κύμα σκάει στο βράχο.
    παράδειγμα  τα μπουμπούκια σκάσανε'
  4. (μεταβατικό) κάνω γρήγορη κίνηση
    παράδειγμα  σκάω ένα χαστούκι, ένα φιλί, ένα χαμόγελο
  5. (αμετάβατο, μεταφορικά) ανακοινώνομαι ξαφνικά και προξενώ αίσθηση
    παράδειγμα  Έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
  6. (αμετάβατο, μεταφορικά) ζεσταίνομαι πάρα πολύ
    παράδειγμα  Πάω να κάνω μια βουτιά γιατί έσκασα.
  7. (αμετάβατο, μεταφορικά) είμαι πολύ θυμωμένος ή στενοχωρημένος
    παράδειγμα  σκάω από τη στενοχώρια
  8. (μεταβατικό) στενοχωρώ ή ενοχλώ πολύ κάποιον
    παράδειγμα  Τον έσκασες τον άνθρωπο με τις χαζομάρες σου.
     συνώνυμα: πρήζω
  9. (αμετάβατο, μεταφορικά) νιώθω μεγάλη δυσφορία επειδή έφαγα υπερβολικά πολύ
    παράδειγμα  έσκασα από το πολύ φαΐ
  10. (αγενές) σωπαίνω, το βουλώνω, βγάζω το σκασμό
    παράδειγμα  Σκάσε πια, μας έπρηξες με τη φλυαρία σου.
  11. (μεταβατικό, αργκό) καταβάλλω χρηματικό ποσό
    παράδειγμα  Έσκασα δυο κατοστάρικα για να πάρω αυτό το μηχάνημα.
  12. (αργκό) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, εισέρχομαι
    παράδειγμα  Για δες, ποιος έσκασε μύτη στο χώρο!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Το σκάζοντας από το σκάζω.

Μεταφράσεις

επεξεργασία