δυσφορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσφορία < αρχαία ελληνική δυσφορία < δυσ- + φέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσφορία θηλυκό
- το συναίσθημα ελαφράς αδιαθεσίας, αβολίας
- δυσφορία στο στομάχι
- το συναίσθημα ελαφρού εκνευρισμού, δυσανασχέτηση
- δυσφορία της κυβέρνησης με τη στάση των τραπεζών