Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσφορία οι δυσφορίες
      γενική της δυσφορίας των δυσφοριών
    αιτιατική τη δυσφορία τις δυσφορίες
     κλητική δυσφορία δυσφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δυσφορία < αρχαία ελληνική δυσφορία < δυσ- + φέρω

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

δυσφορία θηλυκό

  1. το συναίσθημα ελαφράς αδιαθεσίας, αβολίας
    δυσφορία στο στομάχι
  2. το συναίσθημα ελαφρού εκνευρισμού, δυσανασχέτηση
    δυσφορία της κυβέρνησης με τη στάση των τραπεζών

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία