Δείτε επίσης: ἄβολος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβολος η άβολη το άβολο
      γενική του άβολου της άβολης του άβολου
    αιτιατική τον άβολο την άβολη το άβολο
     κλητική άβολε άβολη άβολο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβολοι οι άβολες τα άβολα
      γενική των άβολων των άβολων των άβολων
    αιτιατική τους άβολους τις άβολες τα άβολα
     κλητική άβολοι άβολες άβολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβολος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄβολος[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βο‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

άβολος, -η, -ο

  1. που δεν είναι βολικός
    αυτός ο καναπές είναι πολύ άβολος
  2. που δεν εξυπηρετεί
    δυστυχώς, το ωράριο της δουλειάς μου είναι πολύ άβολο
  3. δύστροπος, δύσκολος
    άβολος άνθρωπος
  4. που δεν είναι άνετος, οικείος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άβολος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. άβολοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)