παραθετικά
θετικός uncomfortable
συγκριτικός more uncomfortable
υπερθετικός most uncomfortable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
uncomfortable < un- + comfortable

  Επίθετο

επεξεργασία

uncomfortable (en)

  • άβολος
    an uncomfortable chair - άβολη καρέκλα

Αντώνυμα

επεξεργασία