uncomfortable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | uncomfortable |
συγκριτικός | more uncomfortable |
υπερθετικός | most uncomfortable |
Ετυμολογία
επεξεργασία- uncomfortable < un- + comfortable
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʌnˈkʌmf.tə.bəl/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαuncomfortable (en)
- άβολος
- ⮡ an uncomfortable chair - άβολη καρέκλα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- uncomfortable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 2. ISBN 9780194325684., λήμμα: άβολος