παραθετικά
θετικός comfortable
συγκριτικός more comfortable
υπερθετικός most comfortable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
comfortable < comfort + -able

  Επίθετο

επεξεργασία

comfortable (en)

  1. άνετος, βολικός, για ρούχα, έπιπλα κτλ., νιώθω σωματικά χαλαρός, είναι ευχάριστο να φοράω, να κάθομαι
    ⮡  comfortable chair - άνετη πολυθρόνα
    ⮡  The house is large but not comfortable.
    Το σπίτι είναι μεγάλο αλλά όχι άνετο.
    ⮡  My bed is cramped, stiff, and not at all comfortable.
    Tο κρεβάτι μου είναι στενό, σκληρό και καθόλου βολικό.
     συνώνυμα:  convenient και cosy
  2. άνετος, βολικός, βολεύω, νιώθω σωματικά χαλαρός με έναν ευχάριστο τρόπο
    ⮡  comfortable trip/movements - άνετο ταξίδι/άνετες κινήσεις
    ⮡  in a more comfortable fashion - με έναν πιο βολικό τρόπο
    ⮡  She made the patient comfortable in an armchair.
    Βόλεψε τον άρρωστο σε μια πολυθρόνα.
    ⮡  He made himself comfortable in the large armchair.
    Βολεύτηκε στη μεγάλη πολυθρόνα.
    ⮡  She took a book and got comfortable by the fireplace.
    Πήρε ένα βιβλίο και βολεύτηκε πλάι στο τζάκι.
     συνώνυμα:  cosy και snug
  3. άνετος, βολεύομαι, είμαι σίγουρος για κάτι και χωρίς έγνοιες
    ⮡  He welcome us smiling and comfortable, despite all that had happened.
    Μας υποδέχτηκε χαμογελαστός και άνετος, παρά τα όσα είχαν συμβεί.
    ⮡  I am comfortable with anything.
    Εγώ βολεύομαι μ' ό,τι να 'ναι.
    ⮡  You’ll catch the train by a comfortable margin.
    Θα προλάβεις το τρένο με άνεση.
  4. άνετος, έχω αρκετά χρήματα για να αγοράσω αυτό που θέλω χωρίς να ανησυχώ για το κόστος
    ⮡  a comfortable life - άνετη ζωή
    ⮡  With their finances, they are comfortable.
    Τα οικονομικά τους είναι άνετα.
  5. άνετος, επιτυγχάνεται με ευκολία, χωρίς προβλήματα
    ⮡  I finish something by a comfortable margin.
    Τελειώνω κάτι άνετα.
    ⮡  a comfortable win - άνετη νίκη

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία