comfortable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | comfortable |
συγκριτικός | more comfortable |
υπερθετικός | most comfortable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcomfortable (en)
- άνετος, βολικός, για ρούχα, έπιπλα κτλ., νιώθω σωματικά χαλαρός, είναι ευχάριστο να φοράω, να κάθομαι
- ⮡ comfortable chair - άνετη πολυθρόνα
- ⮡ The house is large but not comfortable.
- Το σπίτι είναι μεγάλο αλλά όχι άνετο.
- ⮡ My bed is cramped, stiff, and not at all comfortable.
- Tο κρεβάτι μου είναι στενό, σκληρό και καθόλου βολικό.
- ≈ συνώνυμα: convenient και cosy
- άνετος, βολικός, βολεύω, νιώθω σωματικά χαλαρός με έναν ευχάριστο τρόπο
- ⮡ comfortable trip/movements - άνετο ταξίδι/άνετες κινήσεις
- ⮡ in a more comfortable fashion - με έναν πιο βολικό τρόπο
- ⮡ She made the patient comfortable in an armchair.
- Βόλεψε τον άρρωστο σε μια πολυθρόνα.
- ⮡ He made himself comfortable in the large armchair.
- Βολεύτηκε στη μεγάλη πολυθρόνα.
- ⮡ She took a book and got comfortable by the fireplace.
- Πήρε ένα βιβλίο και βολεύτηκε πλάι στο τζάκι.
- ≈ συνώνυμα: cosy και snug
- άνετος, βολεύομαι, είμαι σίγουρος για κάτι και χωρίς έγνοιες
- ⮡ He welcome us smiling and comfortable, despite all that had happened.
- Μας υποδέχτηκε χαμογελαστός και άνετος, παρά τα όσα είχαν συμβεί.
- ⮡ I am comfortable with anything.
- Εγώ βολεύομαι μ' ό,τι να 'ναι.
- ⮡ You’ll catch the train by a comfortable margin.
- Θα προλάβεις το τρένο με άνεση.
- ⮡ He welcome us smiling and comfortable, despite all that had happened.
- άνετος, έχω αρκετά χρήματα για να αγοράσω αυτό που θέλω χωρίς να ανησυχώ για το κόστος
- ⮡ a comfortable life - άνετη ζωή
- ⮡ With their finances, they are comfortable.
- Τα οικονομικά τους είναι άνετα.
- άνετος, επιτυγχάνεται με ευκολία, χωρίς προβλήματα
- ⮡ I finish something by a comfortable margin.
- Τελειώνω κάτι άνετα.
- ⮡ a comfortable win - άνετη νίκη
- ⮡ I finish something by a comfortable margin.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- comfortable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 66. ISBN 9780194325684., λήμμα: άνετος