βολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βολικός | η | βολική & βολικιά |
το | βολικό |
γενική | του | βολικού | της | βολικής & βολικιάς |
του | βολικού |
αιτιατική | τον | βολικό | τη | βολική & βολικιά |
το | βολικό |
κλητική | βολικέ | βολική & βολικιά |
βολικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βολικοί | οι | βολικές | τα | βολικά |
γενική | των | βολικών | των | βολικών | των | βολικών |
αιτιατική | τους | βολικούς | τις | βολικές | τα | βολικά |
κλητική | βολικοί | βολικές | βολικά | |||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βολικός, -ή / -ιά, -ό
- που μας εξυπηρετεί και δεν μας δημιουργεί προβλήματα, μας βολεύει
- ↪ ένα μικρό και βολικό αυτοκίνητο, ιδιαίτερα μέσα στηνπόλη όπου δύσκολα βρίσκεις θέση στάθμευσης
- ≈ συνώνυμα: αναπαυτικός
- ευνοϊκός
- (για άνθρωπο) που βολεύεται εύκολα, δεν έχει υπερβολικές απαιτήσεις στις σχέσεις τους με τους άλλους αλλά συνεννοείται εύκολα μαζί τους σε πρακτικά ζητήματα, δεν είναι δύστροπος
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βολικός
|
Πηγές επεξεργασία
- βολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.