convenient
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | convenient |
συγκριτικός | more convenient |
υπερθετικός | most convenient |
Επίθετο
επεξεργασίαconvenient (en)
- βολικός, άνετος, βολεύει, κάτι είναι χρήσιμο, εύκολο ή γρήγορο και δεν προκαλεί προβλήματα
- ⮡ Small cars are convenient to park.
- Tα μικρά αυτοκίνητα είναι βολικά στο παρκάρισμα.
- ⮡ The house is big but not convienient.
- Το σπίτι είναι μεγάλο αλλά όχι άνετο.
- ⮡ What time is convenient for you?
- Τι ώρα σε βολεύει;
- ⮡ Small cars are convenient to park.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- convenient - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 66. ISBN 9780194325684., λήμμα: άνετος