παραθετικά
θετικός convenient
συγκριτικός more convenient
υπερθετικός most convenient

  Επίθετο

επεξεργασία

convenient (en)

  • βολικός, άνετος, βολεύει, κάτι είναι χρήσιμο, εύκολο ή γρήγορο και δεν προκαλεί προβλήματα
    ⮡  Small cars are convenient to park.
    Tα μικρά αυτοκίνητα είναι βολικά στο παρκάρισμα.
    ⮡  The house is big but not convienient.
    Το σπίτι είναι μεγάλο αλλά όχι άνετο.
    ⮡  What time is convenient for you?
    Τι ώρα σε βολεύει;

Συγγενικά

επεξεργασία