conveniently
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | conveniently |
συγκριτικός | more conveniently |
υπερθετικός | most conveniently |
Ετυμολογία
επεξεργασία- conveniently < convenient + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαconveniently (en)
- βολικά, με τρόπο που είναι χρήσιμος, εύκολος ή γρήγορος. Με τρόπο που δεν δημιουργεί προβλήματα