παραθετικά
θετικός easily
συγκριτικός easilier / more easily
υπερθετικός easiliest / most easily

  Ετυμολογία

επεξεργασία
easily < easy + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

easily (en)

  • εύκολα, χωρίς προβλήματα ή δυσκολίες
    ⮡  The clay is worked easily.
    Ο πηλός δουλεύεται εύκολα.
    ⮡  He learns/gets angry easily.
    Μαθαίνει/θυμώνει εύκολα.
     συνώνυμα:  comfortably και conveniently