easy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | easy |
συγκριτικός | easier |
υπερθετικός | easiest |
easy (en)
- εύκολος, όχι δύσκολο· που γίνεται ή αποκτάται χωρίς πολύ κόπο ή προβλήματα
- ⮡ an easy test - ένα εύκολο διαγώνισμα
- ⮡ He tried to make things easy for me.
- Προσπάθησε να με διευκολύνει.
- ⮡ Various electric devices make things easier for the housewife.
- Οι διάφορες ηλεκτρικές συσκευές διευκολύνουν τη νοικοκυρά.
- ⮡ A very easy life makes a man soft.
- H μεγάλη καλοπέραση κάνει τον άνθρωπο μαλθακό.
- εύκολος, εύκολη, που συναινεί εύκολα στο να κάνει σεξ
- ήσυχος, χωρίς έγνοιες
- άνετος
- ⮡ an easy chair - μια άνετη/βολική καρέκλα
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | easy |
συγκριτικός | easier |
υπερθετικός | easiest |
easy (en)
- με το μαλακό, χρησιμοποιείται για να πει σε κάποιον να είναι προσεκτικός όταν κάνει κάτι
- ⮡ Easy, we are not in a hurry!
- Με το μαλακό, δεν βιαζόμαστε!
- ⮡ Easy, buddy/mate (=don’t fall)!
- Με το μαλακό, φίλε (=μην πέσεις)!
- ⮡ He told me to go easy after my operation.
- Μου είπε να πάω με το μαλακό μετά την εγχείρησή μου.
- ⮡ Easy, we are not in a hurry!
- εύκολα, χαλαρώνω και σταματάω να ανησυχώ
- ⮡ to sleep easy at night - το να κοιμάσαι εύκολα το βράδυ
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- easy (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- easy (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 236, 406, 520. ISBN 9780194325684., λήμμα: διευκολύνω, καλοπέραση, μαλακός