μαλακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαλακός | η | μαλακή & μαλακιά |
το | μαλακό |
γενική | του | μαλακού | της | μαλακής & μαλακιάς |
του | μαλακού |
αιτιατική | τον | μαλακό | τη | μαλακή & μαλακιά |
το | μαλακό |
κλητική | μαλακέ | μαλακή & μαλακιά |
μαλακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαλακοί | οι | μαλακές | τα | μαλακά |
γενική | των | μαλακών | των | μαλακών | των | μαλακών |
αιτιατική | τους | μαλακούς | τις | μαλακές | τα | μαλακά |
κλητική | μαλακοί | μαλακές | μαλακά | |||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαλακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαλακός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμαλακός, -ή/-ιά, -ό
- που έχει επιφάνεια η οποία υποχωρεί εύκολα όταν την πιέζουμε ή τη μαλάσσουμε
- μαλακά μαξιλάρια
- ο ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως την αφή ή την ακοή
- ήπιος ως προς την ένταση ή τις επιπτώσεις
- το κρύο σήμερα είναι κάπως πιο μαλακό
- δε δέχονται όλοι τη διάκριση ανάμεσα σε μαλακά και σκληρά ναρκωτικά
- ήπιος ως προς τον χαρακτήρα, πράος
- είναι μαλακός άνθρωπος, δε φωνάζει ποτέ, και μερικοί το εκμεταλλεύονται αυτό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- μαλακά (επίρρημα, ουσιαστικό, πληθυντικός)
- μαλακό (ανατομία)
- μαλακό αλεύρι
- μαλακό νερό
- μαλακούτσικος (υποκοριστικό)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαλακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαλακός
Επίθετο
επεξεργασίαμαλακός
- (στην αφή, δέρμα) απαλός
- (για τοίχο) μη ανθεκτικός
- (για φωτιά) σιγανή
- (μεταφορικά) ήπιος
- κίναιδος
Εκφράσεις
επεξεργασία- πάσχω τι μαλακόν : εξασθενώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΕπίσης:
Πηγές
επεξεργασία- μαλακός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlakos
Επίθετο
επεξεργασίαμᾰλᾰκός, -ή, -όν θηλυκό
- μαλακός, απαλός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 234
- τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ᾽ ἦν ἠέλιος ὥς·
- τόσο που ήταν μαλακός, λάμποντας σαν τον ήλιο —
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ΣτΕ: Απόσπασμα από την περιγραφή του χιτώνα του Οδυσσέα
- τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ᾽ ἦν ἠέλιος ὥς·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 234
- (για θάνατο, ύπνο) ήρεμος, ήσυχος
- (για λόγια) ήρεμος, ξεκάθαρος, ήπιος
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1408b)
- ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται.
- Αν, πάλι, τα ήπια πράγματα λέγονται με σκληρό τρόπο και τα σκληρά με ήπιο, ο λόγος χάνει την πειστικότητά του.
- Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται.
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1408b)
- ανάλαφρος, ήπιος, μέτριος
- (για τη φωνή) ευχάριστη στην ακοή
- (με αρνητική έννοια, για πρόσωπα) μαλθακός, παραμελημένος, δειλός
- (για πρόσωπα) πράος, ήπιος, υποχωρητικός, ενδοτικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 51.2
- Περίανδρος δὲ νόῳ λαβὼν [καὶ τοῦτο] καὶ μαλακὸν ἐνδιδόναι βουλόμενος οὐδέν,
- Όταν το έμαθε και αυτό ο Περίανδρος, μη θέλοντας να δείξει καμιά αδυναμία,
- Μετάφραση (1992): Λ. Ζενάκος @greek‑language.gr
- Περίανδρος δὲ νόῳ λαβὼν [καὶ τοῦτο] καὶ μαλακὸν ἐνδιδόναι βουλόμενος οὐδέν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 51.2
- (για συλλογισμό) ασθενής, αδύναμος, χαλαρός
Συγγενικά
επεξεργασία- και → δείτε τις λέξεις μαλθακός, μαλάσσω και μαλακτικός και τα συγγενικά τους
Πηγές
επεξεργασία- μαλακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαλακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.