Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαλακός η μαλακή
μαλακιά
το μαλακό
      γενική του μαλακού της μαλακής
μαλακιάς
του μαλακού
    αιτιατική τον μαλακό τη μαλακή
μαλακιά
το μαλακό
     κλητική μαλακέ μαλακή
μαλακιά
μαλακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαλακοί οι μαλακές τα μαλακά
      γενική των μαλακών των μαλακών των μαλακών
    αιτιατική τους μαλακούς τις μαλακές τα μαλακά
     κλητική μαλακοί μαλακές μαλακά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαλακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.laˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

μαλακός, -ή/-ιά, -ό

  1. που έχει επιφάνεια η οποία υποχωρεί εύκολα όταν την πιέζουμε ή τη μαλάσσουμε
    μαλακά μαξιλάρια
  2. ο ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως την αφή ή την ακοή
    αφού ήπια το σιρόπι, η φωνή μου έγινε πιο μαλακή
     συνώνυμα: απαλός
  3. ήπιος ως προς την ένταση ή τις επιπτώσεις
    το κρύο σήμερα είναι κάπως πιο μαλακό
    δε δέχονται όλοι τη διάκριση ανάμεσα σε μαλακά και σκληρά ναρκωτικά
  4. ήπιος ως προς τον χαρακτήρα, πράος
    είναι μαλακός άνθρωπος, δε φωνάζει ποτέ, και μερικοί το εκμεταλλεύονται αυτό

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαλακός

  Επίθετο επεξεργασία

μαλακός

  1. (στην αφή, δέρμα) απαλός
  2. (για τοίχο) μη ανθεκτικός
  3. (για φωτιά) σιγανή
  4. (μεταφορικά) ήπιος
  5. κίναιδος

Εκφράσεις επεξεργασία

  • πάσχω τι μαλακόν : εξασθενώ

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μαλακός μαλακή τὸ μαλακόν
      γενική τοῦ μαλακοῦ τῆς μαλακῆς τοῦ μαλακοῦ
      δοτική τῷ μαλακ τῇ μαλακ τῷ μαλακ
    αιτιατική τὸν μαλακόν τὴν μαλακήν τὸ μαλακόν
     κλητική ! μαλακέ μαλακή μαλακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μαλακοί αἱ μαλακαί τὰ μαλακᾰ́
      γενική τῶν μαλακῶν τῶν μαλακῶν τῶν μαλακῶν
      δοτική τοῖς μαλακοῖς ταῖς μαλακαῖς τοῖς μαλακοῖς
    αιτιατική τοὺς μαλακούς τὰς μαλακᾱ́ς τὰ μαλακᾰ́
     κλητική ! μαλακοί μαλακαί μαλακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μαλακώ τὼ μαλακᾱ́ τὼ μαλακώ
      γεν-δοτ τοῖν μαλακοῖν τοῖν μαλακαῖν τοῖν μαλακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlakos

  Επίθετο επεξεργασία

μᾰλᾰκός, -ή, -όν θηλυκό

  1. μαλακός, απαλός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 234
    τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ᾽ ἦν ἠέλιος ὥς·
    τόσο που ήταν μαλακός, λάμποντας σαν τον ήλιο —
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
    ΣτΕ: Απόσπασμα από την περιγραφή του χιτώνα του Οδυσσέα
  2. (για θάνατο, ύπνο) ήρεμος, ήσυχος
  3. (για λόγια) ήρεμος, ξεκάθαρος, ήπιος
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, Ρητορική, (1408b)
    ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται.
    Αν, πάλι, τα ήπια πράγματα λέγονται με σκληρό τρόπο και τα σκληρά με ήπιο, ο λόγος χάνει την πειστικότητά του.
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
  4. ανάλαφρος, ήπιος, μέτριος
  5. (για τη φωνή) ευχάριστη στην ακοή
  6. (με αρνητική έννοια, για πρόσωπα) μαλθακός, παραμελημένος, δειλός
  7. (για πρόσωπα) πράος, ήπιος, υποχωρητικός, ενδοτικός
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 51.2
    Περίανδρος δὲ νόῳ λαβὼν [καὶ τοῦτο] καὶ μαλακὸν ἐνδιδόναι βουλόμενος οὐδέν,
    Όταν το έμαθε και αυτό ο Περίανδρος, μη θέλοντας να δείξει καμιά αδυναμία,
    Μετάφραση (1992): Λ. Ζενάκος @greek‑language.gr
  8. (για συλλογισμό) ασθενής, αδύναμος, χαλαρός

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία