πάσχω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πάσχω < αρχαία ελληνική πάσχω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
πάσχω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πάσχω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πάσχω < *πάθσκω (παθ- + πρόσφυμα -σκ-) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷenth- (πάσχω, υποφέρω)
ΡήμαΕπεξεργασία
πάσχω
Ενεστώτας | πάσχω |
---|---|
Παρατατικός | ἔπασχον |
Μέλλοντας | πείσομαι |
Αόριστος β' | ἔπαθον |
Παρακείμενος | πέπονθα |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπόνθειν και πεπονθώς ἦν |
Επεξεργασία
πείσομαι (όμοιος ο μέλλοντας του πάσχω και του πείθομαι)