πάσχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάσχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάσχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.sxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐σχω
Ρήμα
επεξεργασίαπάσχω, πρτ.: έπασχα ελλειπτικό ρήμα μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαθέμα πασχ-
θέμα παθ- → δείτε τη λέξη πάθος
- όπως δεινοπαθώ
Δεν σχετίζεται το Πάσχα.
Κλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | πάσχω | έπασχα | θα πάσχω | να πάσχω | πάσχοντας | |
β' ενικ. | πάσχεις | έπασχες | θα πάσχεις | να πάσχεις | πάσχε | |
γ' ενικ. | πάσχει | έπασχε | θα πάσχει | να πάσχει | ||
α' πληθ. | πάσχουμε | πάσχαμε | θα πάσχουμε | να πάσχουμε | ||
β' πληθ. | πάσχετε | πάσχατε | θα πάσχετε | να πάσχετε | πάσχετε | |
γ' πληθ. | πάσχουν(ε) | έπασχαν πάσχαν(ε) |
θα πάσχουν(ε) | να πάσχουν(ε) |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάσχω
Πηγές
επεξεργασία- πάσχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πάσχω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πάσχω | |
Παρατατικός | ἔπασχον | |
Μέλλοντας | πείσομαι | |
Αόριστος | β': ἔπαθον | |
Παρακείμενος | πέπονθα | |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπόνθειν πεπονθώς ἦν |
|
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάσχω < [1] *παθ-σκω < μηδενισμένη βαθμίδα παθ- (όπως και στον αόριστο β' ἔπαθον) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷendʰ-[2] (πάσχω, αντέχω) + -σκω με αποβολή του θήτα [tʰs] > [s] και μεταφορά της δάσυνσης [k] > [kʰ] (σκ > σχ) Συγγενική με την ιρλανδική γαελική céas. Άλλες βαθμίδες:
- μέλλοντας πείσομαι < πλήρης βαθμίδα (απαθής βαθμίδα) πενθ-' *kʷendʰ- *πενθ-σομαι με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [ntʰs] > [s] και αναπληρωματική έκταση ε > ει. Ίσως και στη μυκηναϊκή 𐀳𐀨𐀟𐀳 (Te-ra-pe-te, όνομα *Τελα-πένθης, αυτός που υποφέρει από βάσανα)
- παρακείμενος πέ-πονθ-α < ετεροιωμένη βαθμίδα πονθ- *kʷondʰ-
- Ο Beekes[3] και άλλοι συνδέουν με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ- (δένω) με σημασιολογική μετατόπιση από το «είμαι δεμένος» στο «πάσχω, υποφέρω». Αν αυτό ισχύει, τότε είναι συγγενής με την πενθερός/πεθερός.
Ρήμα
επεξεργασίαπάσχω
- υποφέρω, υφίσταμαι, μένω αδρανής
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Ὀλυνθιακὸς α′, 1.8
- οὐδὲ παθεῖν ταὐτὸν ὅπερ ἤδη πολλάκις πρότερον πεπόνθατε.
- ούτε να ξαναπάθετε το ίδιο που πολλές φορές ήδη έχετε πάθει στο παρελθόν.
- Μετάφραση (1998): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὐδὲ παθεῖν ταὐτὸν ὅπερ ἤδη πολλάκις πρότερον πεπόνθατε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 490
- ὅσσ᾽ ἔρξαν τ᾽ ἔπαθόν τε καὶ ὅσσ᾽ ἐμόγησαν Ἀχαιοί,
- τι έπραξαν οι Αχαιοί, τι έπαθαν, τι έχουν υποφέρει,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὅσσ᾽ ἔρξαν τ᾽ ἔπαθόν τε καὶ ὅσσ᾽ ἐμόγησαν Ἀχαιοί,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Ὀλυνθιακὸς α′, 1.8
- υπομένω κάτι κακό, δυσάρεστο
- (η σημασία συχνά προκύπτει σημασιολογικά από γειτονικές λέξεις, που δηλώνουν καλό ή κακό)
- υφίσταμαι κακή μεταχείριση από κάποιον, κακοποιούμαι
- (για πράγματα) παθαίνω βλάβη
- υφίσταμαι ποινή, τιμωρούμαι
- (στη γραμματική, για λέξεις) υφίσταμαι συγκεκριμένες μεταβολές
- (στη γραμματική) έχω παθητική σημασία
- υποφέρω, είμαι άρρωστος
- (στη στωική φιλοσοφία) δέχομαι ενέργεια από τα εξωτερικά αντικείμενα και λαμβάνω εντυπώσεις από αυτά
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα
θέμα πασχ- |
θέμα παθ-
θέμα πενθ- |
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΣημειώσεις:
- πείσομαι: όμοιος ο μέλλοντας του πάσχω και του πείθομαι
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ *kwent(h)- - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- πάσχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.