Ετυμολογία

επεξεργασία
πάσχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάσχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpa.sxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐σχω

πάσχω, πρτ.: έπασχα ελλειπτικό ρήμα μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα πασχ-

θέμα παθ- → δείτε τη λέξη πάθος

Δεν σχετίζεται το Πάσχα.

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. πάσχω έπασχα θα πάσχω να πάσχω πάσχοντας
β' ενικ. πάσχεις έπασχες θα πάσχεις να πάσχεις πάσχε
γ' ενικ. πάσχει έπασχε θα πάσχει να πάσχει
α' πληθ. πάσχουμε πάσχαμε θα πάσχουμε να πάσχουμε
β' πληθ. πάσχετε πάσχατε θα πάσχετε να πάσχετε πάσχετε
γ' πληθ. πάσχουν(ε) έπασχαν
πάσχαν(ε)
θα πάσχουν(ε) να πάσχουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πάσχω 
Παρατατικός  ἔπασχον 
Μέλλοντας  πείσομαι 
Αόριστος  β': ἔπαθον 
Παρακείμενος  πέπονθα 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπόνθειν
πεπονθώς ἦν 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάσχω < [1] *παθ-σκω < μηδενισμένη βαθμίδα παθ- (όπως και στον αόριστο β' ἔπαθον) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷendʰ-[2] ‎(πάσχω, αντέχω) + -σκω με αποβολή του θήτα [tʰs] > [s] και μεταφορά της δάσυνσης [k] > [kʰ] (σκ > σχ) Συγγενική με την ιρλανδική γαελική céas. Άλλες βαθμίδες:
Ο Beekes[3] και άλλοι συνδέουν με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ-‎ (δένω) με σημασιολογική μετατόπιση από το «είμαι δεμένος» στο «πάσχω, υποφέρω». Αν αυτό ισχύει, τότε είναι συγγενής με την πενθερός/πεθερός.

πάσχω

  1. υποφέρω, υφίσταμαι, μένω αδρανής
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Ὀλυνθιακὸς α′, 1.8
    οὐδὲ παθεῖν ταὐτὸν ὅπερ ἤδη πολλάκις πρότερον πεπόνθατε.
    ούτε να ξαναπάθετε το ίδιο που πολλές φορές ήδη έχετε πάθει στο παρελθόν.
    Μετάφραση (1998): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 490
    ὅσσ᾽ ἔρξαν τ᾽ ἔπαθόν τε καὶ ὅσσ᾽ ἐμόγησαν Ἀχαιοί,
    τι έπραξαν οι Αχαιοί, τι έπαθαν, τι έχουν υποφέρει,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. υπομένω κάτι κακό, δυσάρεστο
  3. (η σημασία συχνά προκύπτει σημασιολογικά από γειτονικές λέξεις, που δηλώνουν καλό ή κακό)
  4. υφίσταμαι κακή μεταχείριση από κάποιον, κακοποιούμαι
  5. (για πράγματα) παθαίνω βλάβη
  6. υφίσταμαι ποινή, τιμωρούμαι
  7. (στη γραμματική, για λέξεις) υφίσταμαι συγκεκριμένες μεταβολές
  8. (στη γραμματική) έχω παθητική σημασία
  9. υποφέρω, είμαι άρρωστος
  10. (στη στωική φιλοσοφία) δέχομαι ενέργεια από τα εξωτερικά αντικείμενα και λαμβάνω εντυπώσεις από αυτά

Παράγωγα

επεξεργασία

παράγωγα & σύνθετα

θέμα πασχ-

θέμα παθ-

θέμα πενθ-

Εκφράσεις

επεξεργασία

Σημειώσεις:

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. *kwent(h)- - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.