γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πεπονθώς πεπονθυῖᾰ τὸ πεπονθός
      γενική τοῦ πεπονθότος τῆς πεπονθυίᾱς τοῦ πεπονθότος
      δοτική τῷ πεπονθότ τῇ πεπονθυίᾳ τῷ πεπονθότ
    αιτιατική τὸν πεπονθότ τὴν πεπονθυῖᾰν τὸ πεπονθός
     κλητική ! πεπονθώς πεπονθυῖᾰ πεπονθός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πεπονθότες αἱ πεπονθυῖαι τὰ πεπονθότ
      γενική τῶν πεπονθότων τῶν πεπονθυιῶν τῶν πεπονθότων
      δοτική τοῖς πεπονθόσῐ(ν) ταῖς πεπονθυίαις τοῖς πεπονθόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πεπονθότᾰς τὰς πεπονθυίᾱς τὰ πεπονθότ
     κλητική ! πεπονθότες πεπονθυῖαι πεπονθότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πεπονθότε τὼ πεπονθυίᾱ τὼ πεπονθότε
      γεν-δοτ τοῖν πεπονθότοιν τοῖν πεπονθυίαιν τοῖν πεπονθότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πεπονθώς, -υῖᾰ, -ός

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία