Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεπονθώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Παράγωγα
1.1.2
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
πεπονθ
ώς
ἡ
πεπονθυ
ῖᾰ
τὸ
πεπονθ
ός
γενική
τοῦ
πεπονθότ
ος
τῆς
πεπονθυ
ίᾱς
τοῦ
πεπονθότ
ος
δοτική
τῷ
πεπονθότ
ῐ
τῇ
πεπονθυ
ίᾳ
τῷ
πεπονθότ
ῐ
αιτιατική
τὸν
πεπονθότ
ᾰ
τὴν
πεπονθυ
ῖᾰν
τὸ
πεπονθ
ός
κλητική
ὦ
!
πεπονθ
ώς
πεπονθυ
ῖᾰ
πεπονθ
ός
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
πεπονθότ
ες
αἱ
πεπονθυ
ῖαι
τὰ
πεπονθότ
ᾰ
γενική
τῶν
πεπονθότ
ων
τῶν
πεπονθυ
ιῶν
τῶν
πεπονθότ
ων
δοτική
τοῖς
πεπονθό
σῐ
(
ν
)
ταῖς
πεπονθυ
ίαις
τοῖς
πεπονθό
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
πεπονθότ
ᾰς
τὰς
πεπονθυ
ίᾱς
τὰ
πεπονθότ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
πεπονθότ
ες
πεπονθυ
ῖαι
πεπονθότ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
πεπονθότ
ε
τὼ
πεπονθυ
ίᾱ
τὼ
πεπονθότ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
πεπονθότ
οιν
τοῖν
πεπονθυ
ίαιν
τοῖν
πεπονθότ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυκώς'
όπως «
λελυκώς
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πεπονθώς, -υῖᾰ, -ός
μετοχή
ενεργητικού
παρακειμένου
(
πέπονθᾰ
)
του ρήματος
πάσχω
Παράγωγα
επεξεργασία
πεπονθότως
(
επίρρημα
)
Συγγενικά
επεξεργασία
ἀντῐπεπονθώς