γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀντιπεπονθώς ἀντιπεπονθυῖᾰ τὸ ἀντιπεπονθός
      γενική τοῦ ἀντιπεπονθότος τῆς ἀντιπεπονθυίᾱς τοῦ ἀντιπεπονθότος
      δοτική τῷ ἀντιπεπονθότ τῇ ἀντιπεπονθυίᾳ τῷ ἀντιπεπονθότ
    αιτιατική τὸν ἀντιπεπονθότ τὴν ἀντιπεπονθυῖᾰν τὸ ἀντιπεπονθός
     κλητική ! ἀντιπεπονθώς ἀντιπεπονθυῖᾰ ἀντιπεπονθός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀντιπεπονθότες αἱ ἀντιπεπονθυῖαι τὰ ἀντιπεπονθότ
      γενική τῶν ἀντιπεπονθότων τῶν ἀντιπεπονθυιῶν τῶν ἀντιπεπονθότων
      δοτική τοῖς ἀντιπεπονθόσῐ(ν) ταῖς ἀντιπεπονθυίαις τοῖς ἀντιπεπονθόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀντιπεπονθότᾰς τὰς ἀντιπεπονθυίᾱς τὰ ἀντιπεπονθότ
     κλητική ! ἀντιπεπονθότες ἀντιπεπονθυῖαι ἀντιπεπονθότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀντιπεπονθότε τὼ ἀντιπεπονθυίᾱ τὼ ἀντιπεπονθότε
      γεν-δοτ τοῖν ἀντιπεπονθότοιν τοῖν ἀντιπεπονθυίαιν τοῖν ἀντιπεπονθότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀντῐπεπονθώς, -υῖᾰ, -ός

Παράγωγα

επεξεργασία