Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀντιπεπονθώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀντιπεπονθ
ώς
ἡ
ἀντιπεπονθυ
ῖᾰ
τὸ
ἀντιπεπονθ
ός
γενική
τοῦ
ἀντιπεπονθότ
ος
τῆς
ἀντιπεπονθυ
ίᾱς
τοῦ
ἀντιπεπονθότ
ος
δοτική
τῷ
ἀντιπεπονθότ
ῐ
τῇ
ἀντιπεπονθυ
ίᾳ
τῷ
ἀντιπεπονθότ
ῐ
αιτιατική
τὸν
ἀντιπεπονθότ
ᾰ
τὴν
ἀντιπεπονθυ
ῖᾰν
τὸ
ἀντιπεπονθ
ός
κλητική
ὦ
!
ἀντιπεπονθ
ώς
ἀντιπεπονθυ
ῖᾰ
ἀντιπεπονθ
ός
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀντιπεπονθότ
ες
αἱ
ἀντιπεπονθυ
ῖαι
τὰ
ἀντιπεπονθότ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀντιπεπονθότ
ων
τῶν
ἀντιπεπονθυ
ιῶν
τῶν
ἀντιπεπονθότ
ων
δοτική
τοῖς
ἀντιπεπονθό
σῐ
(
ν
)
ταῖς
ἀντιπεπονθυ
ίαις
τοῖς
ἀντιπεπονθό
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
ἀντιπεπονθότ
ᾰς
τὰς
ἀντιπεπονθυ
ίᾱς
τὰ
ἀντιπεπονθότ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀντιπεπονθότ
ες
ἀντιπεπονθυ
ῖαι
ἀντιπεπονθότ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀντιπεπονθότ
ε
τὼ
ἀντιπεπονθυ
ίᾱ
τὼ
ἀντιπεπονθότ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἀντιπεπονθότ
οιν
τοῖν
ἀντιπεπονθυ
ίαιν
τοῖν
ἀντιπεπονθότ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυκώς'
όπως «
λελυκώς
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἀντῐπεπονθώς, -υῖᾰ, -ός
μετοχή
ενεργητικού
παρακειμένου
(
ἀντιπέπονθᾰ
)
του ρήματος
ἀντιπάσχω
Παράγωγα
επεξεργασία
ἀντιπεπονθότως
(
επίρρημα
)