δάσυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δάσυνση | οι | δασύνσεις |
γενική | της | δάσυνσης* | των | δασύνσεων |
αιτιατική | τη | δάσυνση | τις | δασύνσεις |
κλητική | δάσυνση | δασύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δάσυνση < αρχαία ελληνική δασύνω (στα αρχ. ελλ. κάνω κάτι πυκνό ή τραχύ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδάσυνση θηλυκό
- η ανεμπόδιστη εκβολή αέρα κατά την προφορά ορισμένων φθόγγων στην αρχαιότητα
- η τοποθέτηση τού πνεύματος της δασείας σε φωνήεντα, διφθόγγους και στο σύμφωνο ρ επειδή προφέρονταν (μέχρι ίσως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες) με την αχνή εκπνοή ενός αόρατου συμφώνου, συνήθως του "χ"
- η τροπή ψιλών συμφώνων (π, κ, τ) σε δασέα (αντίστοιχα, φ, χ, θ) όταν ακολουθεί φωνήεν που δασύνεται.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δάσυνση