Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δάσυνση οι δασύνσεις
      γενική της δάσυνσης* των δασύνσεων
    αιτιατική τη δάσυνση τις δασύνσεις
     κλητική δάσυνση δασύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δάσυνση < αρχαία ελληνική δασύνω (στα αρχ. ελλ. κάνω κάτι πυκνό ή τραχύ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δάσυνση θηλυκό

  1. η ανεμπόδιστη εκβολή αέρα κατά την προφορά ορισμένων φθόγγων στην αρχαιότητα
  2. η τοποθέτηση τού πνεύματος της δασείας σε φωνήεντα, διφθόγγους και στο σύμφωνο ρ επειδή προφέρονταν (μέχρι ίσως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες) με την αχνή εκπνοή ενός αόρατου συμφώνου, συνήθως του "χ"
  3. η τροπή ψιλών συμφώνων (π, κ, τ) σε δασέα (αντίστοιχα, φ, χ, θ) όταν ακολουθεί φωνήεν που δασύνεται.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία