δασύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δασύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δασύνω < αρχαία ελληνική δασύνομαι (είμαι δασύτριχος) [1] < αρχαία ελληνική δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaˈsi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐σύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδασύνω, πρτ.: δάσυνα, αόρ.: δάσυνα, παθ.φωνή: δασύνομαι, π.αόρ.: δασύνθηκα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δασύς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δασύνω | δάσυνα | θα δασύνω | να δασύνω | δασύνοντας | |
β' ενικ. | δασύνεις | δάσυνες | θα δασύνεις | να δασύνεις | δάσυνε | |
γ' ενικ. | δασύνει | δάσυνε | θα δασύνει | να δασύνει | ||
α' πληθ. | δασύνουμε | δασύναμε | θα δασύνουμε | να δασύνουμε | ||
β' πληθ. | δασύνετε | δασύνατε | θα δασύνετε | να δασύνετε | δασύνετε | |
γ' πληθ. | δασύνουν(ε) | δάσυναν δασύναν(ε) |
θα δασύνουν(ε) | να δασύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δάσυνα | θα δασύνω | να δασύνω | δασύνει | ||
β' ενικ. | δάσυνες | θα δασύνεις | να δασύνεις | δάσυνε | ||
γ' ενικ. | δάσυνε | θα δασύνει | να δασύνει | |||
α' πληθ. | δασύναμε | θα δασύνουμε | να δασύνουμε | |||
β' πληθ. | δασύνατε | θα δασύνετε | να δασύνετε | δασύντε | ||
γ' πληθ. | δάσυναν δασύναν(ε) |
θα δασύνουν(ε) | να δασύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δασύνει | είχα δασύνει | θα έχω δασύνει | να έχω δασύνει | ||
β' ενικ. | έχεις δασύνει | είχες δασύνει | θα έχεις δασύνει | να έχεις δασύνει | ||
γ' ενικ. | έχει δασύνει | είχε δασύνει | θα έχει δασύνει | να έχει δασύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε δασύνει | είχαμε δασύνει | θα έχουμε δασύνει | να έχουμε δασύνει | ||
β' πληθ. | έχετε δασύνει | είχατε δασύνει | θα έχετε δασύνει | να έχετε δασύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν δασύνει | είχαν δασύνει | θα έχουν δασύνει | να έχουν δασύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δασύνομαι | δασυνόμουν(α) | θα δασύνομαι | να δασύνομαι | δασυνόμενος | |
β' ενικ. | δασύνεσαι | δασυνόσουν(α) | θα δασύνεσαι | να δασύνεσαι | ||
γ' ενικ. | δασύνεται | δασυνόταν(ε) | θα δασύνεται | να δασύνεται | ||
α' πληθ. | δασυνόμαστε | δασυνόμαστε δασυνόμασταν |
θα δασυνόμαστε | να δασυνόμαστε | ||
β' πληθ. | δασύνεστε | δασυνόσαστε δασυνόσασταν |
θα δασύνεστε | να δασύνεστε | (δασύνεστε) | |
γ' πληθ. | δασύνονται | δασύνονταν δασυνόντουσαν |
θα δασύνονται | να δασύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δασύνθηκα | θα δασυνθώ | να δασυνθώ | δασυνθεί | ||
β' ενικ. | δασύνθηκες | θα δασυνθείς | να δασυνθείς | δασύνσου | ||
γ' ενικ. | δασύνθηκε | θα δασυνθεί | να δασυνθεί | |||
α' πληθ. | δασυνθήκαμε | θα δασυνθούμε | να δασυνθούμε | |||
β' πληθ. | δασυνθήκατε | θα δασυνθείτε | να δασυνθείτε | δασυνθείτε | ||
γ' πληθ. | δασύνθηκαν δασυνθήκαν(ε) |
θα δασυνθούν(ε) | να δασυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δασυνθεί | είχα δασυνθεί | θα έχω δασυνθεί | να έχω δασυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις δασυνθεί | είχες δασυνθεί | θα έχεις δασυνθεί | να έχεις δασυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δασυνθεί | είχε δασυνθεί | θα έχει δασυνθεί | να έχει δασυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δασυνθεί | είχαμε δασυνθεί | θα έχουμε δασυνθεί | να έχουμε δασυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δασυνθεί | είχατε δασυνθεί | θα έχετε δασυνθεί | να έχετε δασυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δασυνθεί | είχαν δασυνθεί | θα έχουν δασυνθεί | να έχουν δασυνθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δασύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας