πυκνός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυκνός < αρχαία ελληνική πυκνός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πυκνός,-ή,-ό
- που έχει μεγάλη ποσότητα από κάτι σε περιορισμένο χώρο και συνήθως είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο
- Το δάσος αυτό είναι πολύ πυκνό. (έχει πολλά δέντρα και το ένα πολύ κοντά στο άλλο)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- (δασύς)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυκνός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πυκνός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *puk
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πυκνός (αιολικός τύπος : πύκνος)