↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνός η πυκνή το πυκνό
      γενική του πυκνού της πυκνής του πυκνού
    αιτιατική τον πυκνό την πυκνή το πυκνό
     κλητική πυκνέ πυκνή πυκνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνοί οι πυκνές τα πυκνά
      γενική των πυκνών των πυκνών των πυκνών
    αιτιατική τους πυκνούς τις πυκνές τα πυκνά
     κλητική πυκνοί πυκνές πυκνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκνός < αρχαία ελληνική πυκνός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piˈknos/

  Επίθετο

επεξεργασία

πυκνός,-ή,-ό

  • που έχει μεγάλη ποσότητα από κάτι σε περιορισμένο χώρο και συνήθως είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο
    Το δάσος αυτό είναι πολύ πυκνό. (έχει πολλά δέντρα και το ένα πολύ κοντά στο άλλο)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

πυκνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *puk

  Επίθετο

επεξεργασία

πυκνός (αιολικός τύπος : πύκνος)