πυκνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυκνός | η | πυκνή | το | πυκνό |
γενική | του | πυκνού | της | πυκνής | του | πυκνού |
αιτιατική | τον | πυκνό | την | πυκνή | το | πυκνό |
κλητική | πυκνέ | πυκνή | πυκνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυκνοί | οι | πυκνές | τα | πυκνά |
γενική | των | πυκνών | των | πυκνών | των | πυκνών |
αιτιατική | τους | πυκνούς | τις | πυκνές | τα | πυκνά |
κλητική | πυκνοί | πυκνές | πυκνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυκνός < αρχαία ελληνική πυκνός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυκνός,-ή,-ό
- που έχει μεγάλη ποσότητα από κάτι σε περιορισμένο χώρο και συνήθως είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο
- Το δάσος αυτό είναι πολύ πυκνό. (έχει πολλά δέντρα και το ένα πολύ κοντά στο άλλο)
Συνώνυμα
επεξεργασία- αδρός
- γεμάτος
- δασερός
- δασύς
- δρογγάτος/δρογγεμένος
- πηχτός
- πυκνερός
- πυκνωμένος
- στοιβαχτός
- συμπαγής
- συμπιεσμένος
- συμπυκνωμένος/σύμπηκτος
- συμπτυγμένος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυκνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπυκνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *puk
Επίθετο
επεξεργασίαπυκνός (αιολικός τύπος : πύκνος)