↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπιεσμένος η συμπιεσμένη το συμπιεσμένο
      γενική του συμπιεσμένου της συμπιεσμένης του συμπιεσμένου
    αιτιατική τον συμπιεσμένο τη συμπιεσμένη το συμπιεσμένο
     κλητική συμπιεσμένε συμπιεσμένη συμπιεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπιεσμένοι οι συμπιεσμένες τα συμπιεσμένα
      γενική των συμπιεσμένων των συμπιεσμένων των συμπιεσμένων
    αιτιατική τους συμπιεσμένους τις συμπιεσμένες τα συμπιεσμένα
     κλητική συμπιεσμένοι συμπιεσμένες συμπιεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπιεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμπιέζω

συμπιεσμένος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται σε κατάσταση συμπίεσης
  2. που έχει συμπιεστεί, που έχει υποστεί συμπίεση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία