κοντά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντά < μεσαιωνική ελληνική κοντός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /konˈda/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντά
Επίρρημα
επεξεργασίακοντά
- (τοπικό) σε μικρή απόσταση στο χώρο
- Το ταχυδρομείο είναι εδώ κοντά.
- (χρονικό) σε μικρή απόσταση στο χρόνο
- Επέστρεψε στο σπίτι κοντά στο βράδυ.
- εκτός
- Κοντά στ' άλλα, έχασα το πορτοφόλι και τα κλειδιά μου!
Συνώνυμα
επεξεργασία- τοπικό
- χρονικό
- εκτός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- από κοντά : εκ του σύνεγγυς // σε στενή παρακολούθηση
- κοντά κοντά : σε ελάχιστη απόσταση, δίπλα-δίπλα
- κοντά στο νου κι η γνώση : για κάτι που θεωρείται αυτονόητο
- τώρα κοντά : πρόσφατα ή άμεσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοντά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακοντά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοντό