na (pl)

  1. σε (στον/στην/στο)
    • προς (τον/την/το)
    • πάνω ή μέσα σε (στον/στην/στο)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • όταν δείχνει θέση συντάσσεται με τοπική (miejscownik)
    • coś znajduje się na stole/podłodze/ulicy - κάτι βρίσκεται στο τραπέζι/πάτωμα/δρόμο
  • όταν δείχνει κίνηση συντάσσεται με αιτιατική (biernik)
    • coś przemieszcza się na stół/podłogę/ulicę - κάτι μεταφέρεται(μετακινείται) στο τραπέζι/πάτωμα/δρόμο

Ετυμολογία

επεξεργασία
na < em + a

Συγχώνευση

επεξεργασία

na (cs)

  1. σε (στον/στην/στο)
    • προς (τον/την/το)
    • πάνω ή μέσα σε (στον/στην/στο)