Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντοστέκομαι < κοντοστέκω < κοντο- + στέκω

κοντοστέκομαι (και κοντοστέκω)

  1. σταματάω ενώ περπατάω, συνήθως ξαφνικά, για λόγους αμφιβολίας, δισταγμού, σκέψης ή άλλης ενέργειας
    κοντοστάθηκε λίγο στο περίπτερο δήθεν για να διαβάσει τις εφημερίδες
  2. (κατ’ επέκταση) διστάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία