κοντοστέκομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντοστέκομαι < κοντοστέκω < κοντο- + στέκω
Ρήμα επεξεργασία
κοντοστέκομαι (και κοντοστέκω)
- σταματάω ενώ περπατάω, συνήθως ξαφνικά, για λόγους αμφιβολίας, δισταγμού, σκέψης ή άλλης ενέργειας
- κοντοστάθηκε λίγο στο περίπτερο δήθεν για να διαβάσει τις εφημερίδες
- (κατ’ επέκταση) διστάζω