στέκω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στέκω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στέκω < ελληνιστική κοινή στήκω < αρχαία ελληνική ἕστηκα (παρακείμενος του ἵστημι) [1]
ΡήμαΕπεξεργασία
στέκω (παρατατικός: έστεκα - αμετάβατο, χωρίς συνοπτικούς χρόνους)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Προστακτική (ιδιωματικά): στέκα (β' ενικό), στεκάτε (β' πληθυντικό). Για επιπλέον τύπους, βλ. στέκομαι. [2]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | στέκω | έστεκα | θα στέκω | να στέκω | στέκοντας | |
β' ενικ. | στέκεις | έστεκες | θα στέκεις | να στέκεις | ||
γ' ενικ. | στέκει | έστεκε | θα στέκει | να στέκει | ||
α' πληθ. | στέκουμε | στέκαμε | θα στέκουμε | να στέκουμε | ||
β' πληθ. | στέκετε | στέκατε | θα στέκετε | να στέκετε | στέκετε | |
γ' πληθ. | στέκουν(ε) | έστεκαν στέκαν(ε) |
θα στέκουν(ε) | να στέκουν(ε) |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «στέκω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ για την κλίση, δείτε: Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).