Ετυμολογία

επεξεργασία
στέκω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στέκω < ελληνιστική κοινή στήκω < αρχαία ελληνική ἕστηκα (παρακείμενος του ἵστημι με παθητική σημασία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈste.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στέ‐κω

στέκω, πρτ.: έστεκααμετάβατο, ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους

  1. (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) στέκομαι
    1. σταματώ, δεν κινούμαι
    2. (τριτοπρόσωπο ρήμα) → δείτε στέκει: ισχύει, είναι σωστό
      ⮡  Αυτή η θεωρία δε στέκει επιστημονικά, δεν αντέχει σε κριτική.
    3. (απρόσωπο ρήμα) → δείτε στέκει: είναι σωστό, αποδεκτό
      ⮡  Στέκει στην εποχή μας να παντρεύεται σε ηλικία 14 ετών; Δε στέκει.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Προστακτική (ιδιωματικά): στέκα (β' ενικό), στεκάτε (β' πληθυντικό). Για επιπλέον τύπους, βλ. στέκομαι. [1]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. στέκω έστεκα θα στέκω να στέκω στέκοντας
β' ενικ. στέκεις έστεκες θα στέκεις να στέκεις
γ' ενικ. στέκει έστεκε θα στέκει να στέκει
α' πληθ. στέκουμε στέκαμε θα στέκουμε να στέκουμε
β' πληθ. στέκετε στέκατε θα στέκετε να στέκετε στέκετε
γ' πληθ. στέκουν(ε) έστεκαν
στέκαν(ε)
θα στέκουν(ε) να στέκουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. για την κλίση, δείτε: Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).