Ετυμολογία

επεξεργασία

στέκομαι (αόριστος: στάθηκα, μετοχή ενεστώτα: στεκούμενος & στεκάμενος)

  1. σταματώ, δεν κινούμαι
  2. αδρανώ
  3. (παρα)μένω
  4. είμαι όρθιος, δεν κάθομαι
      Γιατί στέκεσαι όρθια;
  5. είμαι (σε κάποια οικονομική κατάσταση)
      Οικονομικώς στεκόταν πολύ καλά. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
  6. συμπεριφέρομαι
      Δεν του στάθηκε του άντρα της καταπώς έπρεπε.
  7.  δείτε και το απρόσωπο στέκει ισχύει, είναι σωστό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

(Χρειάζεται μορφοποίηση, λημματοποίηση και μεταφορά στις σελίδες τους)

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία