Δείτε επίσης: κάλα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλά < καλ(ός) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λά
τονικό παρώνυμο: κάλα

  Επίρρημα

επεξεργασία

καλά (τροπικό επίρρημα)

  1. με καλό τρόπο
  2. δείχνοντας ικανότητα σε κάποιο τομέα, ικανοποιητικά
    ζωγραφίζει καλά
  3. με ευγένεια
    Τους μίλησε καλά και τους πήρε με το μέρος της.
  4. σε καλή σωματική ή/και ψυχολογική κατάσταση
    είμαι καλά, νιώθω καλά, έγινε καλά
  5. ολοκληρωμένα, χωρίς ατέλειες
    Δε μου έφτιαξαν καλά το αυτοκίνητο και ξαναχάλασε.
  6. χαρακτηρισμός σχολικής επίδοσης, για βαθμό μεταξύ 12,5 και 15,5 στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καλά

Εκφράσεις

επεξεργασία

ευχές:

→ και δείτε τη λέξη καλός



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καλά [κᾰλᾰ] με βραχεία κατάληξη

καλά [κᾰλᾱ] με μακρά κατάληξη