βραχύχρονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βραχύχρονος, -η, -ο
- που γίνεται σε σύντομο χρόνο
- (γλωσσολογία)
- ≈ συνώνυμα: βραχύς
- ≠ αντώνυμα: μακρόχρονος, μακρός
- (γραμματική, φωνητική, για φωνήεν)
- στα αρχαία ελληνικά, τα βραχύχρονα φωνήεντα (ε, ο) προφέρονταν στον μισό (περίπου) χρόνο από τα μακρόχρονα
- όταν τα δίχρονα φωνήεντα είναι βραχύχρονα, τοποθετείται το σύμβολο ˘ πάνω από το φωνήεν: ᾰ, ῐ, ῠ
- (για συλλαβή) η συλλαβή που έχει βραχύχρονο φωνήεν
- βραχύχρονη συλλαβή
Συγγενικά επεξεργασία
- βραχυχρόνιος
- δίχρονος
- ετερόχρονος
- ισόχρονος
- μακρόχρονος
- μακροχρόνιος
- μονόχρονος
- ολιγόχρονος
- πολύχρονος
- σύγχρονος
- και → δείτε τα συγγενικά στη λέξη χρόνος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραχύχρονος
|