Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακροχρόνιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μακροχρόνι
ος
η
μακροχρόνι
α
το
μακροχρόνι
ο
γενική
του
μακροχρόνι
ου
της
μακροχρόνι
ας
του
μακροχρόνι
ου
αιτιατική
τον
μακροχρόνι
ο
τη
μακροχρόνι
α
το
μακροχρόνι
ο
κλητική
μακροχρόνι
ε
μακροχρόνι
α
μακροχρόνι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μακροχρόνι
οι
οι
μακροχρόνι
ες
τα
μακροχρόνι
α
γενική
των
μακροχρόνι
ων
των
μακροχρόνι
ων
των
μακροχρόνι
ων
αιτιατική
τους
μακροχρόνι
ους
τις
μακροχρόνι
ες
τα
μακροχρόνι
α
κλητική
μακροχρόνι
οι
μακροχρόνι
ες
μακροχρόνι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακροχρόνιος
<
αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασία
μακροχρόνιος, -α, -ο
που διαρκεί για πολύ
χρόνο
Συνώνυμα
επεξεργασία
μακρόχρονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακροχρόνιος
αγγλικά
:
lengthy
(en)
,
long-time
(en)
,
age-old
(en)
,
lingering
(en)
γαλλικά
: de
longue
(fr)
durée
(fr)