long-time
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlong-time (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μακροχρόνιος, που έχει πολύ καιρό
- ⮡ a long-time friendship/long-time friend - μακροχρόνια φιλία/μακροχρόνιος φίλος
long-time (en)