Ετυμολογία

επεξεργασία
age-old < age + old

age-old (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μακροχρόνιος, πολύχρονος, που υπάρχει εδώ και πολύ καιρό
      age-old customs/traditions - μακροχρόνια έθιμα/παράδοση
      Every proverb is packed with age-old wisdom.
    Σε κάθε παροιμία συμπυκνώνεται πολύχρονη σοφία.