age
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
age | ages |
age (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ηλικία, τα χρόνια, ο αριθμός των ετών που έχει ζήσει ένα άτομο ή υπάρχει ένα πράγμα
- ⮡ What’s his age?
- Τι ηλικία έχει;
- ⮡ He got married at the age of 30.
- Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών.
- ⮡ at my age - στην ηλικία μου
- ⮡ I have a daughter your age.
- Έχω κόρη της ηλικίας σου.
- ⮡ She doesn’t look her age.
- Δεν φαίνεται η ηλικία της.
- ⮡ We have games for all ages.
- Έχουμε παιχνίδια για όλες τις ηλικίες.
- ⮡ When I was your age…
- Όταν είχα τα χρόνια σου…
- ⮡ She lived to a ripe old age.
- Έζησε μέχρι βαθιά γεράματα.
- ⮡ What’s his age?
- (πληθυντικός) χρόνια και ζαμάνια, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
- ⮡ I haven’t been to the cinema for ages.
- Χρόνια και ζαμάνια έχω να πάω σινεμά.
- ⮡ I haven’t been to the cinema for ages.
- (μετρήσιμο) η εποχή, μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | age |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ages |
αόριστος | aged |
παθητική μετοχή | aged |
ενεργητική μετοχή | aging |
age (en)
Πηγές
επεξεργασία- age (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- age (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 333, 361, 976. ISBN 9780194325684., λήμμα: εποχή, ηλικία, χρόνια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
age | ages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαage (fr) αρσενικό
- μεγάλο ξύλινο εξάρτημα αρότρου πάνω στο οποίο στηρίζεται το υνί και τα άλλα εξαρτήματα που έχει το αλέτρι