Δείτε επίσης: âge, âgé

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
age ages

age (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ηλικία, τα χρόνια, ο αριθμός των ετών που έχει ζήσει ένα άτομο ή υπάρχει ένα πράγμα
    ⮡  What’s his age?
    Τι ηλικία έχει;
    ⮡  He got married at the age of 30.
    Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών.
    ⮡  at my age - στην ηλικία μου
    ⮡  I have a daughter your age.
    Έχω κόρη της ηλικίας σου.
    ⮡  She doesn’t look her age.
    Δεν φαίνεται η ηλικία της.
    ⮡  We have games for all ages.
    Έχουμε παιχνίδια για όλες τις ηλικίες.
    ⮡  When I was your age
    Όταν είχα τα χρόνια σου…
    ⮡  She lived to a ripe old age.
    Έζησε μέχρι βαθιά γεράματα.
  2. (πληθυντικός) χρόνια και ζαμάνια, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  I haven’t been to the cinema for ages.
    Χρόνια και ζαμάνια έχω να πάω σινεμά.
  3. (μετρήσιμο) η εποχή, μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας
    ⮡  the Stone/Bronze Age - η λίθινη/ορειχάλκινη εποχή
    ⮡  the Ice Age - η εποχή των παγετώνων
    ⮡  the age we live in - η εποχή μας
    ⮡  an age of prosperity/extravagance - η εποχή ευημερίας/σπατάλης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη era
ενεστώτας age
γ΄ ενικό ενεστώτα ages
αόριστος aged
παθητική μετοχή aged
ενεργητική μετοχή aging

age (en)



      ενικός         πληθυντικός  
age ages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

age (fr) αρσενικό

  • μεγάλο ξύλινο εξάρτημα αρότρου πάνω στο οποίο στηρίζεται το υνί και τα άλλα εξαρτήματα που έχει το αλέτρι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία